- σβήνω
- και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί»)3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από τον κατάλογο»)4. (αμτβ.) α) σταματώ να καίω ή να φωτίζωβ) καταπραΰνομαιγ) (για εξάνθημα) απαλείφομαι, εξαφανίζομαιδ) (για πρόσωπο) i) χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ («εκεί που μιλούσε, σιγά σιγά έσβησε»)ii) πεθαίνω5. φρ. α) «σβήσ' τα όλα» — ξέχασέ τα όλα, πες πως δεν έγινε τίποτεβ) «σβήνω τον ασβέστη» — λειώνω τον ασβέστη μέσα σε νερό για να αναβράσει.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. σβήνω σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον νέο αόρ. έσβησα (< γ' πληθ. ἔσβησαν τού αρχ. αορ. β' ἔσβην τού σβέννυμι*), πρβλ. σήπομαι / ἐσάπην / ἐσάπησαν > ἐσάπησα > σαπίζω. Ο ενεστ. σβένω < σβήνω κατά τον φωνηεντισμό τού σβέννυμι, ο ενεστ. σβω κατά τα συνηρημένα ρ., ενώ ο ενεστ. σβύνω οφείλεται σε εσφ. γρφ.].
Dictionary of Greek. 2013.